- ἐνιπλησθῆναι
- ἐνιπλησθῆναι, -πλήσωσι: see ἐμπίπλημι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐνιπλησθῆναι — ἐμπίπλημι aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)